- παραπιεσμός
- παρα-πῐεσμός, ὁ, = foreg., Heliod. ap. Orib.45.9.2, cf. Orib.46.17.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπιεσμός — ὁ, Α [παραπιέζω] παραπίεσις* … Dictionary of Greek
παραπιεσμοῦ — παραπιεσμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπιεσμῷ — παραπιεσμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)